- ανασπάζομαι
- (Μ ἀνασπάζομαι)φιλώ, ασπάζομαι (ιερή εικόνα ή λείψανο).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανασπάζομαι — άστηκα, ασπάζομαι με ευλάβεια και σεβασμό (εικόνα, νεκρό κτλ.): Όταν τέλειωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, όλοι οι χωριανοί πέρασαν κι ανασπάστηκαν το νεκρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάσπασμα — (I) το (Μ ἀνάσπασμα) [ανασπώ] το ξεριζωμένο φυτό νεοελλ. το ξερίζωμα φυτού μετά τη συγκομιδή του καρπού του. (II) το [ανασπάζομαι] ο ασπασμός ιερού λειψάνου, εικόνας, νεκρού, του χεριού κληρικού … Dictionary of Greek